επιπωλούμαι

επιπωλούμαι
ἐπιπωλοῡμαι, -έομαι (Α) [πωλούμαι]
1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι κάποιον
3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιπώλησις — ἐπιπώλησις, ἡ (Α) [επιπωλούμαι] επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό τής ραψωδίας Δ τής Ιλιάδας («τοῡ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”